- σόλα
- η, Νπέλμα υποδήματος από χοντρό δέρμα, κάττυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. sola < λατ. solea «σάνδαλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σόλα — η (λ. ιταλ.), το κάτω μέρος του παπουτσιού: Τρύπησαν οι σόλες των παπουτσιών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
σολόδερμα — το, Ν 1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα 2. σόλα 3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα] … Dictionary of Greek
βάρδουλο — το λουρίδα δέρματος γύρω στο πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
δίπελμος — δίπελμος, ον (Α) (για υποδήματα) με διπλό πέλμα, με διπλή σόλα … Dictionary of Greek
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
λιμναία — (Limnaea). Γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των λιμναιιδών, της υφομοταξίας των πνευμονοφόρων. Το όστρακό τους, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από γκρίζο έως καστανό, έχει μήκος 4 6 εκ., κωνικό σχήμα και παρουσιάζει 5 7 σπείρες. Ο πόδας … Dictionary of Greek
νεασπάτωτος — νεασπάτωτος, ον (Α) (για υπόδημα) αυτός που έχει νέο πέλμα, νέα σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + σπάτος, βοιωτ. τ. «δέρμα»] … Dictionary of Greek
πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… … Dictionary of Greek